σκόρδον

σκόρδον
σκόρδ-ον, τό,
A = σκόροδον, Crates Theb.4.5 D., IG22.1184.15 (iv B.C.), PSI4.332.6 (iii B.C.), PTeb.717.5 (ii B.C.), LXX Nu.11.5, Phld.Po.2.52, Dsc.2.152, IG3.73.10, Edict.Diocl.6.23, Gp.12.8.8, etc.: prov., μὴ σκόρδου (sc. φάγω) 'anything for a quiet life', prob. in Cic.Att.13.42.3; cf. σκόροδον: codd. of Thphr. have both σκόρδον (HP1.10.7, al.) and σκόροδον (1.6.9, al., Od.63):—[var] Dim. [full] σκορδόνιον, τό, Dsc.Eup.2.119; [suff] σκορδ-σνίαν

καλοῦσιν οἱ Ῥωμαῖοι Orib.

ap. Aët.11.10
(s.v.l.).
II

ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος ἐστὶν τὸ λεγόμενον σκόρδον PHolm.9.26

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκόρδον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόρδα — σκόρδον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόρδοις — σκόρδον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόρδου — σκόρδον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόρδων — σκόρδον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόρδῳ — σκόρδον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… …   Dictionary of Greek

  • μονόσκορδον — μονόσκορδον, τὸ (Α) 1. σκόρδο που φυτρώνει μόνο του, αυτοφυές 2. (κατ άλλη ερμ.) «μονὸν σκόρδον» ή μόνο με σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκόρδον] …   Dictionary of Greek

  • скорода — I скорода I полевой дикий лук или чеснок , ряз., южн. (Даль), скорда чеснок , донск. (Миртов). Заимств. из греч. σκόροδον, σκόρδον чеснок , которое родственно алб. hurdhë – то же (Фасмер, Гр. сл. эт. 185; Мi. ЕW 303). II скорода II борона ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Лук скорода — Общий вид цветущего растения …   Википедия

  • Лук-резанец — ? Лук скорода Лук скорода Научная классификация Царство: Растения Отдел …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”